υποσυλλογισμός

υποσυλλογισμός
ὁ, Α
δευτερεύων συλλογισμός που απορρέει από άλλον, κύριο συλλογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + συλλογισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”